ανεμοπλάνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμοπλάνο τα ανεμοπλάνα
      γενική του ανεμοπλάνου των ανεμοπλάνων
    αιτιατική το ανεμοπλάνο τα ανεμοπλάνα
     κλητική ανεμοπλάνο ανεμοπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεμοπλάνο < ανεμο- + -πλάνο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ne.moˈpla.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μο‐πλά‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανεμοπλάνο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]