ανεμόδαρτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμόδαρτος η ανεμόδαρτη το ανεμόδαρτο
      γενική του ανεμόδαρτου της ανεμόδαρτης του ανεμόδαρτου
    αιτιατική τον ανεμόδαρτο την ανεμόδαρτη το ανεμόδαρτο
     κλητική ανεμόδαρτε ανεμόδαρτη ανεμόδαρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμόδαρτοι οι ανεμόδαρτες τα ανεμόδαρτα
      γενική των ανεμόδαρτων των ανεμόδαρτων των ανεμόδαρτων
    αιτιατική τους ανεμόδαρτους τις ανεμόδαρτες τα ανεμόδαρτα
     κλητική ανεμόδαρτοι ανεμόδαρτες ανεμόδαρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεμόδαρτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεμόδαρτος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανεμόδαρτος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]