ανεξοικείωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξοικείωτος < αν- στερητικό + εξοικειώ(νω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξοικείωτος, -η, -ο
- που δεν έχει εξοικειωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εξοικειώνω και οίκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεξοικείωτος