ανεπάγγελτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπάγγελτος, -η, -ο
- που δεν έχει ή δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επάγγελμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπάγγελτος