ανεπίγνωστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπίγνωστα < ανεπίγνωστος + -α < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπίγνωστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανεπίγνωστα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπίγνωστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανεπίγνωστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανεπίγνωστο