ανεπίλυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπίλυτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπίλυτος < αρχαία ελληνική ἐπιλύω < λύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.neˈpi.li.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπίλυτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να επιλυθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπίλυτος
|