ανεπίλυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπίλυτος η ανεπίλυτη το ανεπίλυτο
      γενική του ανεπίλυτου της ανεπίλυτης του ανεπίλυτου
    αιτιατική τον ανεπίλυτο την ανεπίλυτη το ανεπίλυτο
     κλητική ανεπίλυτε ανεπίλυτη ανεπίλυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπίλυτοι οι ανεπίλυτες τα ανεπίλυτα
      γενική των ανεπίλυτων των ανεπίλυτων των ανεπίλυτων
    αιτιατική τους ανεπίλυτους τις ανεπίλυτες τα ανεπίλυτα
     κλητική ανεπίλυτοι ανεπίλυτες ανεπίλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεπίλυτος < (ελληνιστική κοινήἀνεπίλυτος < αρχαία ελληνική ἐπιλύω < λύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.neˈpi.li.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ανεπίλυτος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]