ανεπιεικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπιεικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεπιεικῶς < ἀνεπιεικής [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ne.pi.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐πι‐ει‐κώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανεπιεικώς
- (λόγιο) αυστηρά, δίχως επιείκεια
- ↪ τιμωρήθηκε ανεπιεικώς με κάθειρξη, ενώ άλλοι για το ίδιο ακριβώς αδίκημα καταδικάστηκαν σε 3-4 χρόνια φυλακή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπιεικώς
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανεπιεικής, ανεπιεικώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας