ανεπιστρεπτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπιστρεπτί < ἀνεπιστρεπτί
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανεπιστρεπτί
- οριστικά και αμετάκλητα, δίχως επιστροφή, δίχως πισωγύρισμα, ποτέ ή για πάντα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα
- ο χρόνος κυλά ανεπιστρεπτί