ανερώτευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανέρωτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανερώτευτος η ανερώτευτη το ανερώτευτο
      γενική του ανερώτευτου της ανερώτευτης του ανερώτευτου
    αιτιατική τον ανερώτευτο την ανερώτευτη το ανερώτευτο
     κλητική ανερώτευτε ανερώτευτη ανερώτευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανερώτευτοι οι ανερώτευτες τα ανερώτευτα
      γενική των ανερώτευτων των ανερώτευτων των ανερώτευτων
    αιτιατική τους ανερώτευτους τις ανερώτευτες τα ανερώτευτα
     κλητική ανερώτευτοι ανερώτευτες ανερώτευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανερώτευτος < αν- + ερωτεύομαι + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανερώτευτος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]