ανευρυσματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανευρυσματώδης < (ελληνιστική κοινή) ἀνευρυσματώδης < ἀνεύρυσμα < αρχαία ελληνική ἀνευρύνω < εὐρύνω < εὐρύς
Επίθετο[επεξεργασία]
ανευρυσματώδης
- (ιατρική) που μοιάζει με ανεύρυσμα που έχει τα χαρακτηριστικά ανευρύσματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανευρυσματώδης
|