ανευφήμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανευφήμηση | οι | ανευφημήσεις |
γενική | της | ανευφήμησης* | των | ανευφημήσεων |
αιτιατική | την | ανευφήμηση | τις | ανευφημήσεις |
κλητική | ανευφήμηση | ανευφημήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανευφημήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανευφήμηση < καθαρεύουσα ἀνευφήμη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἀνευφημέω / ἀνευφημῶ + -σις < ἀνά + εὐφημέω / εὐφημῶ < εὖ + φημί
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.neˈfi.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νευ‐φή‐μη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανευφήμηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ανευφημώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανευφήμηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)