ανεύσπλαγχνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεύσπλαγχνος η ανεύσπλαγχνη το ανεύσπλαγχνο
      γενική του ανεύσπλαγχνου της ανεύσπλαγχνης του ανεύσπλαγχνου
    αιτιατική τον ανεύσπλαγχνο την ανεύσπλαγχνη το ανεύσπλαγχνο
     κλητική ανεύσπλαγχνε ανεύσπλαγχνη ανεύσπλαγχνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεύσπλαγχνοι οι ανεύσπλαγχνες τα ανεύσπλαγχνα
      γενική των ανεύσπλαγχνων των ανεύσπλαγχνων των ανεύσπλαγχνων
    αιτιατική τους ανεύσπλαγχνους τις ανεύσπλαγχνες τα ανεύσπλαγχνα
     κλητική ανεύσπλαγχνοι ανεύσπλαγχνες ανεύσπλαγχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεύσπλαγχνος < αν- + αρχαία ελληνική εὔσπλαγχνος < σπλάγχνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spelgh- (σπλήνα)

Επίθετο[επεξεργασία]

ανεύσπλαγχνος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]