ανηολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανηολόγητος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος) που δεν έχει νηολογηθεί ή δεν μπορεί να νηολογηθεί, να γραφεί σε νηολόγιο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανηολόγητος