ανηφορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανηφορικός, -ή, -ό
- που έχει κάποια κλίση προς τα πάνω
- (μεταφορικά) δύσκολος
ανηφορικός, -ή, -ό