ανθελονοσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθελονοσιακός < ανθ- + ελονοσιακός < ελονοσία < έλος (ελο-) + νόσος < αρχαία ελληνική ἕλος + νόσος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.θe.lo.no.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θε‐λο‐νο‐σι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανθελονοσιακός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση της ελονοσίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανθελονοσιακά
- → δείτε τις λέξεις ελονοσία, έλος και νόσος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθελονοσιακός