ανθιδρωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθιδρωτικός η ανθιδρωτική το ανθιδρωτικό
      γενική του ανθιδρωτικού της ανθιδρωτικής του ανθιδρωτικού
    αιτιατική τον ανθιδρωτικό την ανθιδρωτική το ανθιδρωτικό
     κλητική ανθιδρωτικέ ανθιδρωτική ανθιδρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθιδρωτικοί οι ανθιδρωτικές τα ανθιδρωτικά
      γενική των ανθιδρωτικών των ανθιδρωτικών των ανθιδρωτικών
    αιτιατική τους ανθιδρωτικούς τις ανθιδρωτικές τα ανθιδρωτικά
     κλητική ανθιδρωτικοί ανθιδρωτικές ανθιδρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθιδρωτικός < ανθ- + ιδρωτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ανθιδρωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]