ανθοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνθοβολῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθοβολώ < (ελληνιστική κοινήἀνθοβολέω / ἀνθοβολῶ (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική défleurir)

Ρήμα[επεξεργασία]

ανθοβολώ

  1. (βοτανική) ανθίζω
  2. (μεταφορικά) ευωδιάζω
  3. (βοτανική) ρίχνω τα άνθη

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]