ανθοστήλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθοστήλη οι ανθοστήλες
      γενική της ανθοστήλης των ανθοστηλών
    αιτιατική την ανθοστήλη τις ανθοστήλες
     κλητική ανθοστήλη ανθοστήλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθοστήλη < άνθος + -ο- + στήλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθοστήλη θηλυκό

  1. στήλη με (διακοσμητικά ή φυσικά) άνθη
  2. στήλη (από γύψο, ξύλο ή άλλο υλικό), πάνω στην οποία τοποθετούν ανθοδοχείο ή γλάστρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]