ανθοστήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθοστήλη θηλυκό
- στήλη με (διακοσμητικά ή φυσικά) άνθη
- στήλη (από γύψο, ξύλο ή άλλο υλικό), πάνω στην οποία τοποθετούν ανθοδοχείο ή γλάστρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθοστήλη
|