ανθρωποκυνηγητό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθρωποκυνηγητό τα ανθρωποκυνηγητά
      γενική του ανθρωποκυνηγητού των ανθρωποκυνηγητών
    αιτιατική το ανθρωποκυνηγητό τα ανθρωποκυνηγητά
     κλητική ανθρωποκυνηγητό ανθρωποκυνηγητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθρωποκυνηγητό < ανθρωπο- + κυνηγητό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική manhunt)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθρωποκυνηγητό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]