ανθυγιεινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθυγιεινός < ανθ- (< αντί) + υγιεινός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insalubre)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.θi.ʝi.iˈnos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ανθυγιεινός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανθυγιεινά
- ανθυγιεινότητα
- → δείτε τις λέξεις αντί και υγεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθυγιεινός