ανθώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθώδης η ανθώδης το ανθώδες
      γενική του ανθώδους της ανθώδους του ανθώδους
    αιτιατική τον ανθώδη την ανθώδη το ανθώδες
     κλητική ανθώδη(ς) ανθώδης ανθώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθώδεις οι ανθώδεις τα ανθώδη
      γενική των ανθωδών των ανθωδών των ανθωδών
    αιτιατική τους ανθώδεις τις ανθώδεις τα ανθώδη
     κλητική ανθώδεις ανθώδεις ανθώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθώδης < άνθος + -ώδης

Επίθετο[επεξεργασία]

ανθώδης, -ης, -ες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]