ανκόρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανκόρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική encore < υστερολατινική in hanc hora (μέχρι αυτή την ώρα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανκόρ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]