ανοιχτόχερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοιχτόχερα < ανοιχτόχερος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανοιχτόχερα
- με ανοιχτόχερο τρόπο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοιχτόχερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανοιχτόχερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανοιχτόχερος