ανολοκλήρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανολοκλήρωτος < αν- (στερητικό α-) + ολοκληρώ(νω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανολοκλήρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει ολοκληρωθεί
- Ξεκίνησε μια συζήτηση με τον φίλο του, αλλά δεν είχαν αρκετό χρόνο και η συζήτηση έμεινε ανολοκλήρωτη.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ολόκληρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανολοκλήρωτος