ανομοιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανομοιώνω < (ελληνιστική κοινήἀνομοιῶ / ἀνομιόω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανομοιώνω

  1. διαφοροποιώ
  2. (γλωσσολογία) προκαλώ ανομοίωση

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]