ανομολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανομολόγητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ανομολόγητος, -η, -ο
- που δεν έχει ομολογηθεί
- που δεν είναι ηθικά δυνατό να ομολογηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανομολόγητος