ανοσοποιητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανοσοποιητικός
- αυτός που επιφέρει ανοσία, όπως π.χ ο ορός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοσοποιητικός