ανοσοποιητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοσοποιητικός η ανοσοποιητική το ανοσοποιητικό
      γενική του ανοσοποιητικού της ανοσοποιητικής του ανοσοποιητικού
    αιτιατική τον ανοσοποιητικό την ανοσοποιητική το ανοσοποιητικό
     κλητική ανοσοποιητικέ ανοσοποιητική ανοσοποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοσοποιητικοί οι ανοσοποιητικές τα ανοσοποιητικά
      γενική των ανοσοποιητικών των ανοσοποιητικών των ανοσοποιητικών
    αιτιατική τους ανοσοποιητικούς τις ανοσοποιητικές τα ανοσοποιητικά
     κλητική ανοσοποιητικοί ανοσοποιητικές ανοσοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοσοποιητικός < ανοσία + ποιώ

Επίθετο[επεξεργασία]

ανοσοποιητικός

  • αυτός που επιφέρει ανοσία, όπως π.χ ο ορός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]