ανοσοφαρμακολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσοφαρμακολογία οι ανοσοφαρμακολογίες
      γενική της ανοσοφαρμακολογίας των ανοσοφαρμακολογιών
    αιτιατική την ανοσοφαρμακολογία τις ανοσοφαρμακολογίες
     κλητική ανοσοφαρμακολογία ανοσοφαρμακολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοσοφαρμακολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική immunopharmacology < immune + pharmacology, μορφολογικά αναλύεται άνοσο(ς) + φάρμακο + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανοσοφαρμακολογία θηλυκό


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]