ανταριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανταριάζω < αντάρα + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανταριάζω

  1. (για τον καιρό, τον ουρανό) γεμίζω ομίχλη ή σύννεφα έτοιμα για βροχή
  2. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) εμφανίζω μεγάλη αναταραχή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]