αντεμετικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντεμετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντεμετικός (εννοείται: φάρμακο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.de.me.tiˈko/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντεμετικό ουδέτερο
- (ιατρική) άλλη μορφή του αντιεμετικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εμετός
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντεμετικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντεμετικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντεμετικός