αντεπιτίθεμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντεπιτίθεμαι < (ελληνιστική κοινή) ἀντεπιτίθεμαι < αρχαία ελληνική ἀντεπιτίθημι < ἀντί + ἐπιτίθημι < ἐπί + τίθημι
Ρήμα[επεξεργασία]
αντεπιτίθεμαι
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) κάνω αντεπίθεση
- Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται !
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντεπίθεση
- αντεπιτιθέμενος
- → δείτε τις λέξεις αντί, επιτίθεμαι και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντεπιτίθεμαι