αντεργκράουντ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντεργκράουντ < αγγλική underground
Επίθετο[επεξεργασία]
αντεργκράουντ άκλιτο
- (τέχνη) που δημιουργείται έξω από τα καθιερωμένα, που αντιτίθεται στο κατεστημένο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντεργκράουντ