αντιδραστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιδραστήριο τα αντιδραστήρια
      γενική του αντιδραστηρίου
αντιδραστήριου
των αντιδραστηρίων
    αιτιατική το αντιδραστήριο τα αντιδραστήρια
     κλητική αντιδραστήριο αντιδραστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιδραστήριο < (καθαρεύουσα) αντιδραστήριον < αντιδρώ + -τήριον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réactif)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιδραστήριο ουδέτερο

  1. (χημεία) γνωστή χημική ένωση ή ουσία που προστίθεται σ’ ένα σύστημα, προκειμένου να ελεγχθεί, να μελετηθεί ή να ταυτοποιηθεί με την χημική αντίδραση που θα προκληθεί άλλη (ή άλλες) άγνωστη χημική ουσία
  2. χημικές ενώσεις αποθηκευμένες σε μπουκάλι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]