αντιδραστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιδραστικός -ή -ό
- που αντιδρά
- που σχετίζεται με την αντίδραση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- οπισθοδρομικός, συντηρητικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιδραστικότητα
- → δείτε τις λέξεις αντιδρώ και δρω