αντιζηλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιζηλία < (ελληνιστική κοινή) ἀντιζηλία < ἀντίζηλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιζηλία θηλυκό
- ζήλια και προσπάθεια ανταγωνισμού με κάποιον