αντιζυγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀντιζυγία, αντιζύγι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιζυγία οι αντιζυγίες
      γενική της αντιζυγίας των αντιζυγιών
    αιτιατική την αντιζυγία τις αντιζυγίες
     κλητική αντιζυγία αντιζυγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιζυγία < (ελληνιστική κοινήἀντιζυγία < αρχαία ελληνική ἀντίζυγος < ἀντί + ζυγός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.di.ziˈʝi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιζυγία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η τοποθέτηση στην άλλη πλάστιγγα μιας ζυγαριάς κάποιου βάρους ή πράγματος
  2. (μεταφορικά) η τοποθέτηση κάποιου στην άλλη πλευρά ή παράταξη

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]