αντικαλλιτεχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικαλλιτεχνικός < αντι- + καλλιτεχνικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικαλλιτεχνικός, -ή, -ό
- που είναι εναντίον των καλλιτεχνών ή της τέχνης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντικαλλιτεχνικά
- → δείτε τις λέξεις αντί, καλλιτέχνης, καλός και τέχνη