αντικειμενικοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικειμενικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντικειμενικοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
αντικειμενικοποιημένος, -η, -ο
- που έχει αντικειμενικοποιηθεί, που έχει γίνει αντικειμενικός
Σημειώσεις[επεξεργασία]
αυτός που έγινε αντικειμενικός και ΟΧΙ αντικείμενο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αντικείμενο, αντί και κείμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικειμενικοποιημένος
αντικειμενικός[επεξεργασία]objective, impartial αποτελεσματικός[επεξεργασία]streamlined (en)efficient, smooth-running, well run, well organized, slick; modernized, up to date, rationalized, simplified; time-saving, labour-saving |