αντικειμενικοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικειμενικοποιημένος η αντικειμενικοποιημένη το αντικειμενικοποιημένο
      γενική του αντικειμενικοποιημένου της αντικειμενικοποιημένης του αντικειμενικοποιημένου
    αιτιατική τον αντικειμενικοποιημένο την αντικειμενικοποιημένη το αντικειμενικοποιημένο
     κλητική αντικειμενικοποιημένε αντικειμενικοποιημένη αντικειμενικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικειμενικοποιημένοι οι αντικειμενικοποιημένες τα αντικειμενικοποιημένα
      γενική των αντικειμενικοποιημένων των αντικειμενικοποιημένων των αντικειμενικοποιημένων
    αιτιατική τους αντικειμενικοποιημένους τις αντικειμενικοποιημένες τα αντικειμενικοποιημένα
     κλητική αντικειμενικοποιημένοι αντικειμενικοποιημένες αντικειμενικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντικειμενικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντικειμενικοποιώ

Μετοχή[επεξεργασία]

αντικειμενικοποιημένος, -η, -ο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

αυτός που έγινε αντικειμενικός και ΟΧΙ αντικείμενο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]