αντικειμενικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.



Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικειμενικός η αντικειμενική το αντικειμενικό
      γενική του αντικειμενικού της αντικειμενικής του αντικειμενικού
    αιτιατική τον αντικειμενικό την αντικειμενική το αντικειμενικό
     κλητική αντικειμενικέ αντικειμενική αντικειμενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικειμενικοί οι αντικειμενικές τα αντικειμενικά
      γενική των αντικειμενικών των αντικειμενικών των αντικειμενικών
    αιτιατική τους αντικειμενικούς τις αντικειμενικές τα αντικειμενικά
     κλητική αντικειμενικοί αντικειμενικές αντικειμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντικειμενικός < αντικείμενο + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική objectif • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

αντικειμενικός, ή, -ό

  1. που αναφέρεται στην πραγματικότητα έτσι όπως πραγματικά είναι και όχι όπως την αντιλαμβάνεται ένα υποκείμενο
    • που δεν παραποιεί τα γεγονότα ανάλογα με τις απόψεις του, αλλά τα παρουσιάζει έτσι όπως είναι πραγματικά
     αντώνυμα: υποκειμενικός
  2. (γραμματική) χαρακτηρισμός μιας γενικής που λειτουργεί ως αντικείμενο σε ένα άλλο ουσιαστικό
    στη φράση "αγορά επίπλων" η λέξη επίπλων είναι γενική αντικειμενική στο αγορά, διότι αν το τελευταίο μετατραπεί σε ρήμα, η γενική θα μετατραπεί σε αντικείμενο του ρήματος (αγοράζω έπιπλα)
  3. (γραμματική) χαρακτηρισμός σύνθετης λέξης στην οποία το ένα συνθετικό είναι αντικείμενο του άλλου

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]