αντιλάμπισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιλάμπισμα < αντιλαμπίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιλάμπισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αντιλαμπίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιλάμπισμα
|