αντιλαμβανόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιλαμβανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιλαμβανόμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ἀντιλαμβάνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.di.laɱ.vaˈno.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐λαμ‐βα‐νό‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αντιλαμβανόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αντιλαμβάνομαι καθώς αντιλαμβάνεται κάτι
- ↪ Αντιλαμβανόμενος ύποπτες κινήσεις, ειδοποίησε την αστυνομία.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιλαμβανόμενος
perceiving
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αντιλαμβανόμενος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)