αντιληπτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αντιληπτά < αντιληπτός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αντιληπτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιληπτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντιληπτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιληπτό