αντιλογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιλογισμός < ελληνιστική κοινή ἀντιλογισμός < ἀντιλογίζομαι < ἀντί + αρχαία ελληνική λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιλογισμός αρσενικό
- (οικονομία) διορθωτική λογιστική εγγραφή, που αποκαθιστά προηγούμενη λανθασμένη
- Αντιλογισμός για το λάθος χαράτσι στους κοινόχρηστους χώρους: Για όσους, όμως, έχουν λάβει ήδη λογαριασμό με ΕΕΤΑ, θα γίνει αντιλογισμός —μείωση του ποσού— στον επόμενο λογαριασμό. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιλογίζω
- αντιλογιστικός
- → δείτε τις λέξεις αντί και λόγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιλογισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)