αντιμηνιγγιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμηνιγγιτικός < αντι- + μηνιγγιτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιμηνιγγιτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την καταπολέμηση της μηνιγγίτιδας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μηνιγγίτιδα και μηνίγγι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμηνιγγιτικός