αντιμονή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιμονή οι αντιμονές
      γενική της αντιμονής των αντιμονών
    αιτιατική την αντιμονή τις αντιμονές
     κλητική αντιμονή αντιμονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιμονή < αντί + μονή < μένω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιμονή θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Πλέω εν αντιμονή: (ναυτικός όρος) ελαττώνω ταχύτητα του πλεούμενου, στρέφοντάς το προς την κατεύθυνση του ανέμου (για ιστιοφόρο: χαμηλώνοντας τα πανιά και χρησιμοποιώντας τα ιστία θυέλλης)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]