αντισπασμωδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισπασμωδικός η αντισπασμωδική το αντισπασμωδικό
      γενική του αντισπασμωδικού της αντισπασμωδικής του αντισπασμωδικού
    αιτιατική τον αντισπασμωδικό την αντισπασμωδική το αντισπασμωδικό
     κλητική αντισπασμωδικέ αντισπασμωδική αντισπασμωδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισπασμωδικοί οι αντισπασμωδικές τα αντισπασμωδικά
      γενική των αντισπασμωδικών των αντισπασμωδικών των αντισπασμωδικών
    αιτιατική τους αντισπασμωδικούς τις αντισπασμωδικές τα αντισπασμωδικά
     κλητική αντισπασμωδικοί αντισπασμωδικές αντισπασμωδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντισπασμωδικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antispasmodique < αρχαία ελληνική ἀντι- + σπασμώδης < σπασμός < σπάω

Επίθετο[επεξεργασία]

αντισπασμωδικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση των σπασμών
     συνώνυμα: σπασμολυτικός
  2. που δεν ενεργεί σπασμωδικά
     αντώνυμα: σπασμωδικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]