αντιστάθμισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιστάθμισμα < (ελληνιστική κοινή) ἀντισταθμίζω < ἀντί + σταθμίζω < σταθμόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιστάθμισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αντισταθμίζω
- άλλες μορφές: αντιστάθμιση, αντισταθμισμός
- αντίβαρο
- (μεταφορικά) ανταμοιβή, αντάλλαγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιστάθμιση