ανυπομονησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυπομονησία < α(στερητικό) + υπομονή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανυπομονησία θηλυκό
- η διαδικασία προσμονής χωρίς τη δυνατότητα αναμονής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυπομονησία