ανυποχώρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυποχώρητος < ελληνιστική ἀνυποχώρητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανυποχώρητος, -η, -ο
- που δεν υποχωρεί, που δεν κάνει πίσω, που δεν έχει διάθεση να κάνει συμβιβασμούς
- ↪ οι αγρότες ήταν ανυποχώρητοι στα αιτήματά τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυποχώρητος
|