ανυποψίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυποψίαστος < ρηματικό επίθετο από το στερητικό αν- και το ρήμα υποψιάζομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
ανυποψίαστος
- που δεν υποψιάζεται ότι κάτι έχει ή πρόκειται να συμβεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυποψίαστος